ενδότατος

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἐνδότατος, -η, -ον)
αυτός που βρίσκεται όλως διόλου στο εσωτερικό, ο εσώτατος («ἐνδοτάτη Ἀρμενία»)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ενδότατα
1. το εσώτατο μέρος («στα ενδότατα της ψυχής μου»)
2. οι περιοχές μιας χώρας που απέχουν πάρα πολύ από τη θάλασσα, αυτές που βρίσκονται στο εσωτερικό της χώρας, στα βάθη της χώρας.