ενδότατος
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἐνδότατος, -η, -ον)
αυτός που βρίσκεται όλως διόλου στο εσωτερικό, ο εσώτατος («ἐνδοτάτη Ἀρμενία»)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ενδότατα
1. το εσώτατο μέρος («στα ενδότατα της ψυχής μου»)
2. οι περιοχές μιας χώρας που απέχουν πάρα πολύ από τη θάλασσα, αυτές που βρίσκονται στο εσωτερικό της χώρας, στα βάθη της χώρας.