κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει → my heart is leaping forth from my bosom, be panic-stricken, my heart is beating outside my chest
ἐνελαύνω (Α)1. μπήγω, βυθίζω μέσα με ορμή («ἦ ῥά καὶ ἐν δεινῷ σάκει ἤλασεν ὄβριμον ἔγχος», Ομ. Ιλ.).