ενεργής
From LSJ
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
Greek Monolingual
ἐνεργής, -ές (Α)
μσν.
οξύς, ισχυρός
αρχ.
1. δραστήριος, αποτελεσματικός («προῆγον ὀρθίους ἐπὶ τοὺς πολεμίους, ἐνεργῆ ποιούμενοι τὴν ἐφοδον», Πολ.)
2. (για φάρμακο) δραστικός
3. εύφορος, καρποφόρος, αποδοτικός.