εννεάβοιος

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source

Greek Monolingual

ἐννεάβοιος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει αξία εννέα βοδιών
2. (στον Ησύχ., γλώσσα, του ενν(ε)άβυρσος) που έχει έκταση εννέα δερμάτων βοδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + -βοιος < βους (πρβλ. αλφεσίβιοις, εικοσσάβοιος κ.ά.)].