εννεαπλάσιος
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐννεαπλάσιος, -α, -ον)
ο εννέα φορές περισσότερος ή μεγαλύτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + -πλάσιος. Για το β' συνθετικό βλ. λ. διπλάσιος.