ενοφθαλμισμός

From LSJ

μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god

Source

Greek Monolingual

ο (AM ἐνοφθαλμισμός) ενοφθαλμίζω
εμβολιασμός, εγκεντρισμός δέντρου ή άλλου φυτού
νεοελλ.
η εισαγωγή στον οργανισμό ζωντανού μικροβίου ή ιού για θεραπευτικούς σκοπούς
μσν.
θέαμα.