ἐνοφθαλμισμός

English (LSJ)

ὁ, budding, Gp.10.77.1: pl., Thphr. CP 1.6.1,2, Plu.2.640b.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 agr. injerto esp. injerto de yema φυτεία δέ τις καὶ ὁ ἐ., οὐ μόνον παράταξις Thphr.CP 1.6.1, cf. Plu.2.640b, Clem.Al.Strom.6.15.119, distinct de ἐγκεντρισμόςinjerto de púa’ y ἐμφυλλισμόςinjerto de aproximaciónGp.10.75.1, cf. Anecd.Plant.2.3.
2 plu. visiones ἐνοφθαλμισμῶν· θεαμάτων Phot.ε 1005, Sud.

German (Pape)

[Seite 851] ὁ, Inokulation; Theophr.; Plut. Symp. 2, 6, 1.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
inoculation, greffe.
Étymologie: ἐν, ὀφθαλμός.

Greek Monolingual

ο (AM ἐνοφθαλμισμός) ενοφθαλμίζω
εμβολιασμός, εγκεντρισμός δέντρου ή άλλου φυτού
νεοελλ.
η εισαγωγή στον οργανισμό ζωντανού μικροβίου ή ιού για θεραπευτικούς σκοπούς
μσν.
θέαμα.

Russian (Dvoretsky)

ἐνοφθαλμισμός: ὁ с.-х. прививка (δένδρα πεποικιλμένα τοῖς ἐνοφθαλμισμοῖς Plut.).