ενσφηνώνω

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source

Greek Monolingual

και ενσφηνώ, -όω (AM ἐνσφηνῶ) σφηνώ
σφηνώνω κάτι, μπήγω σαν σφήνα μέσα ή επάνω σε κάτι.