ενωτικός

From LSJ

τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἑνωτικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή συμβάλλει στην ένωση, συνδετικός («σύγκρασιν ἑνωτικήν», Πλούτ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ο ενωτικός
ο οπαδός της πολιτικής που επιδιώκει την ένωση τών εκκλησιών ή την ένωση μιας χώρας ή περιοχής με ένα ομοεθνές κράτος ή τη συνένωση σωματείων
4. γραμμ. το ουδ. ως ουσ. το ενωτικό
μικρή οριζόντια γραμμή που τίθεται στο τέλος του στίχου σε λέξη που τέμνεται σε κάποια συλλαβή της ή μεταξύ δύο λέξεων που συνεκφέρονται, π.χ. ένας ένας, γύρω γύρω
νεοελλ.
χημ. «ενωτικό βάρος» — το σχετικό βάρος κάθε συστατικού μιας χημικής ενώσεως, αλλιώς ατομικό βάρος
μσν.
ενωμένος.
επίρρ...
ἑνωτικῶς (AM)
κατά τρόπο ενωτικό, συνδετικό.