ενόρμηση

From LSJ

νὴ Δί᾿, ὦ φίλη γύναι, λεγε → yes, dear lady, speak | yes, dear lady, do speak up

Source

Greek Monolingual

η
ψυχαναγκασμός, παθολογική τάση για την επιτέλεση διαφόρων πράξεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ.-γαλλ. impulsion). Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Άστυ].