ψυχαναγκασμός

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112

Greek Monolingual

ο, Ν
ιατρ. εισβολή, στη σκέψη, ιδέας, αισθήματος ή τάσης, που φαίνεται στο άτομο ως νοσηρό φαινόμενο σε ασυμφωνία με το ενσυνείδητο εγώ του, μολονότι εκπορεύεται από τον δικό του ψυχισμό, και που εξακολουθεί να υπάρχει παρά τις προσπάθειες του ασθενούς να απαλλαγεί από αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + αναγκάζω. Η λ. είναι απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. compulsion και obsession].