εξάφυλλος

From LSJ

κρυπταδίῃ φιλότητι μιγήμεναι → lie with him in secret love, join with him in secret love

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει έξι φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + φύλλον.