εξαναγκαστικός

From LSJ

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό εξαναγκάζω
αυτός που γίνεται με εξαναγκασμό, με άσκηση βίας, υποχρεωτικός («εξαναγκαστική εργασία»).
επίρρ...
εξαναγκαστικώς, -ά
με εξαναγκασμό, υποχρεωτικά.