εξανασπώ

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83

Greek Monolingual

(AM ἐξανασπῶ, -άω)
ανασπώ, σύρω προς τα πάνω, τραβώ κάτι με τη βία από τη θέση του
αρχ.-μσν.
ξεριζώνω
μσν.
(για εχθρούς) αφανίζω, εξολοθρεύω.