εξαρπάζω

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230

Greek Monolingual

(AM ἐξαρπάζω)
1. αρπάζω, αφαιρώ από κάποιον κάτι, αφαρπάζω («σὰς δὲ ἐπιστολὰς ἐξαρπάσας ὅδ' ἐκ χερῶν ἐμῶν βίᾳ», Ευρ.)
2. αποσπώ με τη βία («ἱστία δ' ἐξήρπαξ' ἀνέμου μένος», Απολλ. Ρόδ.)
3. ελευθερώνω, σώζω, λυτρώνω αρπάζοντας κάποιον («τὸν ἐξήρπαξ' Ἀφροδίτη ῤεῖα μάλ' ὥς τε θεός», Ομ. Ιλ.).