ἐξαρπάζω

English (LSJ)

A fut. -άσομαι Ar.Eq.708: aor.1 ἐξήρπαξα Hom.(v.infr.), ἐξήρπασα Hdt.8.135, Plu.Comp.Per.Fab.2:—snatch away from, φῶτ' ἐξαρπάξασα νεός Od.12.100; ἐ. τι παρά τινος Hdt.l.c.; τι ἐκ χερῶν τινος E.IA315; rescue, τὸν δ' ἐξήρπαξ' Ἀφροδίτη Il.3.380, cf. 20.443, 21.597; τῆς πολιορκίας Μάριον Plu. Sull.29:—Pass., to be carried off, οἱ μὲν ἐξηρπασμένοι σπεύδουσιν the captured ones are speeding on their way, S.OC1016 (s.v.l.): c.acc., ἐξαρπάζεσθαι τὸ νοτερόν to have the moisture forcibly drawn out, Pl.Ti.60d.
II tear out, ἐ. σου.. τἄντερα Ar.Eq.708; tear off, Asclep. ap. Gal.12.418.

Spanish (DGE)

1 en cont. bélico, hostil o de oposición rescatar
a) c. ac. de pers. (guerrero, héroe) y suj. un dios sacar, retirar fuera del combate τὸν δ' ἐξήρπαξ' Ἀφροδίτη mas a él Afrodita lo sacó fuera de la contienda, ref. a Paris Il.3.380, cf. 20.443, 21.597, Διὸς ἐξαρπάσαντος αὐτόν ref. Heracles, Apollod.2.7.1, Ἄρτεμις δὲ αὐτὴν ἐξαρπάσασα εἰς Ταύρους μετακομίζει Procl.Vit.Hom.141
gener., c. suj. y ac. de pers. rescatar, liberar de enemigos, peligros o problemas ἐξαρπάσαι πειρώμενοι αὐτόν Luc.Peregr.12, en v. pas. οἱ μὲν ... ὑπὸ τῶν νεωτέρων ἐξαρπαγέντες D.S.13.33;
b) frec. c. gen. de pers. o abstr. Φάβιος Μινούκιον ἐξαρπάσας Ἀννίβου habiendo rescatando Fabio a Minucio de las manos de Aníbal Plu.Comp.Per.Fab.2, τὸν μὲν ... ἐξαρπάζουσι τῆς τοῦ πατρὸς ἀρᾶς rescatan a éste de la maldición de su padre I.AI 6.128, ἑαυτοὺς ἐξαρπάζειν τῶν κινδύνων I.AI 6.191, τὸν δείλαιον ... ἐξήρπασε τῆς γραφῆς libró al desgraciado de la acusación Thdt.H.Rel.13.12, τοὺς ὑπὸ τῆς βουλῆς ... κατεγνωσμένους ... ἐξαρπάζειν τῆς καταδίκης arrancar del castigo a personas condenadas por el Consejo Ach.Tat.8.8.6, ὁ δῆμος ... ἐξήρπασε τῆς βασιλικῆς ὀργῆς τὸν καταδικασθέντα Chrys.Incomprehens.3.434, cf. Ep.8.3.38, μηδεὶς τούτων αὐτοὺς ἐξαρπαζέτω νόμος Iust.Nou.45 proem., cf. Iust.Nou.8.11, en v. pas. θεῶν ... προνοίᾳ τῆς Μακεδόνων ὠμότητος ἐξαρπαγῆναι Democh.3
en v. med. mismo sent. ὡς ἐξαρπασόμενος τῆς πολιορκίας τὸν Μάριον Plu.Sull.29.
2 c. idea de violencia sacar de un sitio, arrebatar, arrancar
a) c. ac. de animados o cosas y gen. c. o sin prep. φῶτ' ἐξαρπάξασα νεὸς κυανοπρῴροιο (Σκύλλη) Od.12.100, τὸν δὲ ... ἐξαρπάσαντα παρ' αὐτῶν τὴν ἐφέροντο δέλτον Hdt.8.135, σὰς δ' ἐπιστολὰς ἐξαρπάσας ... ἐκ χερῶν ἐμῶν βίᾳ E.IA 315, τὸ παιδίον ἐξαρπάσας μοι ... ἀπὸ τοῦ τιτθίου Ar.Th.691, θᾶττον ἐξαρπάζουσι τοῦ πελάγους αὐτὰ ref. aves marinas, D.P.Au.2.3, μητέρες ... ἐξήρπαζον ἐξ αὐτῶν τῶν στωμάτων τὰς τροφάς Eus.HE 3.6.5, cf. Longus 3.20.2, Lib.Or.13.16, en v. pas. ὑπὸ γὰρ δίνης ... αὐτὸν ἐξαρπασθέντα de Ixión, Pherecyd.51a
en v. med. mismo sent. ἐξαρπάσομαί σου τοῖς ὄνυξι τἄντερα Ar.Eq.708;
b) sólo c. ac. de pers. raptar ἐξαρπάσαι τὸν Ιουδαν LXX 1Ma.7.29, τοὺς τρεῖς ἄνδρας ἐξαρπάσας Polyaen.6.49, cf. Aristid.Or.25.23, τὰς παλλακὰς τοῦ βασιλέως App.Mith.85, πικρὴ μ' ἐξάρπασε μοίρη IG 10(2).1.628B.4 (III d.C.), en v. pas. τῶν τέκνων γε αὐτοῖς ἐξαρπαζομένων Ael.NA 10.21, cf. Plu.Agis 19
en v. med. mismo sent., abs. οἱ ... ἐξηρπασμένοι los raptores S.OC 1016;
c) fig. c. ac. y gen. abstr. arrancar, eliminar, quitar χρόνου ... τὴν ψυχὴν ἐξαρπάζοντος τῶν ἀλγηδόνων Diog.Oen.47.2.4, γλώττης Ἰουδαικῆς ἐξαρπάζων τὸ κατηγόρημα Bas.Sel.Or.M.85.361D, en v. pas. ὑπὸ τοῦ ἀλόγου μέρους τὸ λογικὸν ἐξαρπάζεσθαι Bas.Anc.Virg.M.30.684A, tb. c. ac. de pers. οὗτος λόγος ... κοσμικῆς συνήθειας ἐξαρπάζων τὸν ἄνθρωπον Clem.Al.Paed.1.1.1.
3 en cont. forense arrestar en v. pas. ἐξήρπαστ' ἂν ὁ τοιοῦτος el fulano habría sido arrestado D.18.133.
4 cien., ref. a procesos fís. y fisiol. arrebatar, quitar, llevarse en v. pas. ὑπὸ πυρὸς ... τὸ νοτερὸν πᾶν ἐξαρπασθέν arrebatada por el fuego toda la humedad Pl.Ti.60d, τὴν καρδίαν ... ἐξαρπάζειν αὐτῆς (τῆς κοίλης) ... οὐκ ὀλίγον αἷμα el corazón quita a ésta (la vena cava) no poca cantidad de sangre Gal.2.64, cf. Antyll. en Orib.9.13.2, ἡ ... τοῦ ὄξους δύναμις ... τὸ λεπτότερον ἐξαρπάζουσα Orib.44.27.20
sólo medic. quitar, levantar una cataplasma, Asclep. en Gal.12.418.

German (Pape)

[Seite 872] (s. ἀρπάζω), fut. ἐξαρπάσομαι, Ar. Equ. 705, wie Plut. Sull. 29, hinwegrauben, wegreißen aus; φῶτ' ἐξαρπάξασα νεός, einen Mann aus dem Schiffe, Od. 12, 100; einer Gefahr entreißen, Il. 3, 380 u. öfter; ἐπιστολὰς ἐξαρπάσας ὅδ' ἐκ χερῶν ἐμῶν βίᾳ Eur. I. A. 315; ἐξαρπάσας παρ' αὐτέων τὴν δέλτον Her. 8, 135; absol., ἐξαρπάσας Ar. Pax 6; οἱ ἐξηρπασμένοι Soph. O. C. 1020, entweder »die Geraubten«, od. richtiger als med. »die für sich geraubt haben«, die Räuber; τὸ ὑπὸ πυρὸς τὸ νοτερὸν πᾶν ἐξαρπασθέν, aller Feuchtigkeit beraubt, Plat. Tim. 60 c; τὸν Μάριον τῆς πολιορκίας, entsetzen, Plut. Sull. 29; übh. befreien von Etwas, τινός, Plut. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

f. ἐξαρπάσομαι, ao. ἐξήρπασα;
1 arracher : τινα νεός OD qqn d'un vaisseau ; τι ἐκ χερῶν EUR qch des mains ; τι παρά τινος qch des mains de qqn ; τινα ἐξ. τινος arracher qqn des mains d'un autre;
2 arracher (d'un danger), sauver : τινα qqn ; τινός τινα arracher qqn à un danger.
Étymologie: ἐξ, ἁρπάζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαρπάζω: (fut. ἐξαρπάσομαι, aor. ἐξήρπασα - эп. ἐξήρπαξα)
1 похищать (τινὰ νεός Hom.);
2 выхватывать, вырывать (τὴν δέλτον παρά τινος Her.; ἐπιστολὰς ἐκ χερῶν τινος Eur.; τἄντερά τινος Arph.);
3 вырывать, спасать, избавлять (πόλιν τινά ἐκ χειρῶν τινος Plut.);
4 отнимать, удалять (τὸ ὑπὸ πυρὸς τὸ νοτερὸν ἐξαρπασθέν Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαρπάζω: μέλλ. -ξω καὶ -σω (ἴδε ἁρπάζω), ὡσαύτως -άσομαι Ἀριστοφ. Ἱππ. 708· ἀόρ. ἐξήρπαξα Ὅμ., ἐξήρπασα Ἡρόδ. καὶ Ἀττ. Ἁρπάζω ἔκ τινος, φῶτ’ ἐξαρπάξασα νεὸς Ὀδ. Μ. 100· ἐξ. τι παρά τινος Ἡρόδ. 8. 135· τι ἐκ χερῶν τινος Εὐρ. Ι. Α. 315· - ἁρπάζω τινὰ ἐκ τῶν χειρῶν τινος καὶ σῴζω αὐτὸν, τόν δ’ (τὸν Ἀλέξανδρον) ἐξήρπαξ’ Ἀφροδίτη ῥεῖα μάλ’... ἐκάλυψε δ’ ἄρ’ ἠέρι πολλῇ Ἰλ. Γ. 380, πρβλ. Υ. 443, Χ. 597· ὡς ἐξαρπασόμενος τῆς πολιορκίας τὸν Μάριον Πλουτ. Σύλλ. 29. - Παθ., ἁρπάζομαι ἔκ τινος, τὸ νοτερὸν πᾶν ἐξαρπασθὲν Πλάτ. Τίμ 60C. - Παθ. πρκμ. μετὰ μέσης σημ., οἱ μὲν ἐξηρπασμένοι σπεύδουσιν, οἱ ἁρπάσαντες τὴν Ἀντιγόνην καὶ Ἰσμήνην θεράποντες τοῦ Κρέοντος ἐπισπεύδουσιν αὐτάς, Σοφ. Ο. Κ. 1016· ἀλλ’ ὑπάρχει καὶ γραφὴ ἐξηρπασμένην. Κατὰ τὸν F. W. Schmid διορθωτέον ἐξειργασμένοι ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐν τῷ ἑπομένῳ στίχῳ οἱ παθόντες, ἴδε μακρὰν σημ. Jebb, ὅστις ἐξέδωκεν ἐξειργασμένοι. ΙΙ. ἀποσπῶ, ἐξαρπάσομαί σου τοῖς ὄνυξι τἄντερα Ἀριστοφ. Ἱππ. 708.

English (Autenrieth)

aor. ἐξάρπαξα: snatch away (from), Od. 12.100; in Il. of rescuing men from danger, Il. 3.380, Il. 20.443, Il. 21.597.

Greek Monolingual

(AM ἐξαρπάζω)
1. αρπάζω, αφαιρώ από κάποιον κάτι, αφαρπάζω («σὰς δὲ ἐπιστολὰς ἐξαρπάσας ὅδ' ἐκ χερῶν ἐμῶν βίᾳ», Ευρ.)
2. αποσπώ με τη βία («ἱστία δ' ἐξήρπαξ' ἀνέμου μένος», Απολλ. Ρόδ.)
3. ελευθερώνω, σώζω, λυτρώνω αρπάζοντας κάποιον («τὸν ἐξήρπαξ' Ἀφροδίτη ῤεῖα μάλ' ὥς τε θεός», Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

ἐξαρπάζω: μέλ. -ξω και -σω, επίσης -άσομαι· αόρ. αʹ ἐξήρπαξα ή -ασα·
I. αρπάζω, αποσπώ μακριά από ένα μέρος, με γεν., σε Ομήρ. Οδ.· τι παρά τινος, σε Ηρόδ.· τι ἐκ χερῶν τινος, σε Ευρ.· σώζω, διασώζω, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., οἱ ἐξηρπασμένοι, αυτοί που αιχμαλωτίζονται, συλλαμβάνονται, σε Σοφ.
II. αποσπώ, ξεσχίζω, ξεκολλώ, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

fut. ξω fut. σω, also -άσομαι aor1 ἐξήρπαξα or -ασα
I. to snatch away from a place, c. gen., Od.; τι παρά τινος Hdt.; τι ἐκ χερῶν τινος Eur.:— to rescue, Il.:—Pass., οἱ ἐξηρπασμένοι the captured ones, Soph.
II. to tear out, Ar.