εξονυχίζω

From LSJ

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source

Greek Monolingual

(AM ἐξονυχίζω)
εξετάζω κάτι με ακρίβεια και προσοχή, λεπτολογώ
νεοελλ.
(για υποζύγια) κόβω τα νύχια για να τοποθετήσω πέταλα
αρχ.
αφαιρώ τα αγκάθια (από τα ρόδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ονυχίζω «εξετάζω με λεπτομέρεια (< όνυξ)].