ἐξονυχίζω
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
English (LSJ)
A try a thing's smoothness by drawing the nail over it: hence, scrutinize closely, Ath.3.97d, Artem.1.16, Jul.Laod. in Cat. Cod.Astr.4.103; μὴ λίαν ἐξακριβοῦν ταῦτα μηδ' ἐ. τὰ τοιαῦτα Jul.Or.7.216a, cf. Phryn.256.
II deprive of the base of the petal, ῥόδα Orib. 5.33.1; of lilies, in Pass., Aët.1.115.
2 trim the hoof, Hippiatr. 123.
German (Pape)
[Seite 887] 1) die Nägel, Krallen aus-, abschneiden, v.l. für ἐξευνουχίζω, w. m. s. Vgl. ὀνυχίζω. – Ῥόδα, Dornen ausbrechen, Sp. – 2) genau untersuchen, VLL. ἀκριβολογεῖσθαι, λεπτολογεῖν, vgl. Ath. III, 97 d; καὶ ἀκριβοῦν περὶ ἕκαστα Artemid. 1, 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξονῠχίζω: ἐξετάζω, δοκιμάζω τι μετὰ προσοχῆς διὰ τοῦ ὄνυχος, ἐντεῦθεν, ἐξετάζω τι μετ’ ἀκριβείας, ἀκριβολογοῦμαι, ἐξονυχίζεις τε πάντα τὰ προσπίπτοντα τοῖς συνδιαλεγομένοις Ἀθήν. 97D· ἀκριβοῦν καὶ ἐξονυχίζειν Ἀρτεμίδ. 1. 16 ἐν τέλει. ΙΙ. ἀφαιρῶ τοὺς ὄνυχας, ἤτοι τοὺς λοβοὺς τοῦ ῥόδου (ἴδε ὄνυξ ΙΙΙ. 1)· ἐξωνυχισμένα ῥόδα Γαλην. καὶ Παῦλ. Αἰγιν. Περὶ τοῦ ῥήματος τούτου καθόλου, ἴδε Φρύνιχον 289 καὶ σημ. Λοβεκκίου ἐν τόπῳ, Θωμ. Μαγ. 641, Πολυδ. Β΄, 146, κλ., πρβλ. ὀνυχίζω. ― Παρὰ Πλουτ. 2. 692C πλημμ. γραφὴ ἐξονυχίζουσι ἀντὶ ἐξευνουχίζουσι.
Greek Monolingual
(AM ἐξονυχίζω)
εξετάζω κάτι με ακρίβεια και προσοχή, λεπτολογώ
νεοελλ.
(για υποζύγια) κόβω τα νύχια για να τοποθετήσω πέταλα
αρχ.
αφαιρώ τα αγκάθια (από τα ρόδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ονυχίζω «εξετάζω με λεπτομέρεια (< όνυξ)].