εξυβριστικός
From LSJ
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που γίνεται για εξύβριση, προσβλητικός («εξυβριστικό δημοσίευμα»)·
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στον Ικέσιο Γ. Λάτρη].