επάνδρωση
From LSJ
Greek Monolingual
η επανδρώνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του επανδρώνω, η εγκατάσταση πληρώματος σε ένα σκάφος, ο εφοδιασμός του με πλήρωμα
2. (κατ' επέκτ.) ο εφοδιασμός μιας υπηρεσίας με το αναγκαίο προσωπικό.
η επανδρώνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του επανδρώνω, η εγκατάσταση πληρώματος σε ένα σκάφος, ο εφοδιασμός του με πλήρωμα
2. (κατ' επέκτ.) ο εφοδιασμός μιας υπηρεσίας με το αναγκαίο προσωπικό.