επανδρώνω
From LSJ
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
Greek Monolingual
(Α ἐπανδρῶ, -όω) έπανδρος
νεοελλ.
1. τοποθετώ πλήρωμα σε αιχμαλωτισμένο πλοίο του εχθρού
2. γεν. εφοδιάζω ένα πλοίο παροπλισμένο με πλήρωμα
3. (κατ επέκτ.) τοποθετώ σε μια υπηρεσία το αναγκαίο για τη λειτουργία της προσωπικό
αρχ.
μεταβάλλω κάτι σε ανδρικό («λόγοις πάνυ καλᾱς καὶ δυναμένοις... ψυχὰς νέων ἐπανδρῶσαι», ΠΔ).