επανδρώνω

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25

Greek Monolingual

(Α ἐπανδρῶ, -όω) έπανδρος
νεοελλ.
1. τοποθετώ πλήρωμα σε αιχμαλωτισμένο πλοίο του εχθρού
2. γεν. εφοδιάζω ένα πλοίο παροπλισμένο με πλήρωμα
3. (κατ επέκτ.) τοποθετώ σε μια υπηρεσία το αναγκαίο για τη λειτουργία της προσωπικό
αρχ.
μεταβάλλω κάτι σε ανδρικό («λόγοις πάνυ καλᾱς καὶ δυναμένοις... ψυχὰς νέων ἐπανδρῶσαι», ΠΔ).