επίθυμα

From LSJ

πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι → brothers smitten by mutual slaughter

Source

Greek Monolingual

ἐπίθυμα, τὸ (Α)
1. το θυσιαζόμενο ζώο, το σφάγιο
2. οτιδήποτε καίγεται κατά την τέλεση μαγείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θύμα «σφάγιο»].