επίθυμα
From LSJ
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
ἐπίθυμα, τὸ (Α)
1. το θυσιαζόμενο ζώο, το σφάγιο
2. οτιδήποτε καίγεται κατά την τέλεση μαγείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θύμα «σφάγιο»].