ἐπίμορτος
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
English (LSJ)
γῆ farmed on the métayer system, Sol. ap. Poll.7.151.
German (Pape)
[Seite 964] (μορτή), γεωργός, ein Landmann, der einen Acker für einen gewissen Anteil am Fruchtertrage bestellt, Hesych.; γῆ, das Land, welches so bestellt wird, S61. bei Poll. 7, 151.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίμορτος: «σπόριμος γῆ. ἢ ἐπιμεριστή. λέγεται οὕτω καὶ ὁ ἐπὶ μέρει ἐργαζόμενος. μορτὴ γὰρ τὸ μέρος ἐκαλεῖτο καὶ ἑκτήμοροι οἱ τὸ ἕκτον τελοῦντες». ― Κατὰ δὲ Πολυδ. (Ζ΄, 151), «ἐπίμορτος δὲ γῆ παρὰ Σόλωνι ἡ ἐπὶ μέρει γεωργουμένη, καὶ μορτὴ τὸ μέρος τὸ ἀπὸ τῶν γεωργῶν»· ἴδε ἐν λ. μορτή.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐπίμορτος, -ον)
1. περιοχή που καλλιεργείται με τον όρο να παίρνει ο καλλιεργητής προσυμφωνημένο μέρος της σοδειάς
2. ως ουσ. ο καλλιεργητής που αναλαμβάνει να εργαστεί σε ξένη περιουσία και να πάρει μέρος της παραγωγής, ο κολλήγος, ο σέμπρος.