επίτομος
From LSJ
τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐπίτομος, -ον) επιτέμνω
σύντομος, περιληπτικός («επίτομη ιστορία της Ελλάδας»)
μσν.
φρ. «ἐν ἐπιτόμῳ» — σύντομα, περιληπτικά
αρχ.
1. συντετμημένος, κομμένος
(«καλοῦσι δ’ οί τέκτονες ἐπίτομα ταῦτα, διὰ τὸ πρὸς τὴν χρείαν οὕτω τέμνειν», Θεόφρ.)
2. βραχύς, σύντομος («ἐπίτομος ὁδός», Δίον. Αλ.)
3. (το ουδ. στον πληθ.) τὰ ἐπίτομα
οι συντομότεροι δρόμοι.
επίρρ...
επιτόμως
σύντομα, συνοπτικά.