επίχαρις

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219

Greek Monolingual

ἐπίχαρις, -ι (AM)
1. χαριτωμένος, ευχάριστος, γεμάτος χάρη
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίχαρι
α) ευχάριστο ήθος, πολιτισμένη συμπεριφορά
β) κομψότητα κατασκευής ή συλλογισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -χαρις (< χάρις)].