επακολούθημα
From LSJ
Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt
Greek Monolingual
το (Α ἐπακολούθημα) επακολουθώ
ό,τι επακολουθεί, συνέπεια, αποτέλεσμα, επακόλουθο
αρχ.-μσν.
δευτερεύουσα σκέψη.