επανακάμπτω
From LSJ
Greek Monolingual
(AM ἐπανακάμπτω)
1. επανέρχομαι, επιστρέφω, ξαναγυρίζω
2. ξαναφέρνω στο νου πάλι, θυμίζω
μσν.
ξαναγυρίζω στα παλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανα-κάμπτω «στρέφω προς τα πίσω»].
(AM ἐπανακάμπτω)
1. επανέρχομαι, επιστρέφω, ξαναγυρίζω
2. ξαναφέρνω στο νου πάλι, θυμίζω
μσν.
ξαναγυρίζω στα παλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανα-κάμπτω «στρέφω προς τα πίσω»].