Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
ἐπανακλίνω (Α)1. κατακλίνω κάποιον, τον ξαπλώνω πάνω σε κάτι2. ιατρ. κατευθύνω τη μία βαλβίδα της καρδιάς προς την άλλη3. κατευθύνω πίσω, οδηγώ πίσω, παίρνω πίσω κάτι που έδωσα.