επαπολαύω

From LSJ

τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness

Source

Greek Monolingual

ἐπαπολαύω (AM)
1. απολαμβάνω κάτι, ευχαριστούμαι με κάτι
2. επωφελούμαι από κάποιον ή από κάτι.