επεισέρχομαι
From LSJ
μέτρον γὰρ τοῦ βίου τὸ καλόν, οὐ τὸ τοῦ χρόνου μῆκος → for life's measure is its beauty not its length (Plutarch, Consolatio ad Apollonium 111.D.4)
Greek Monolingual
ἐπεισέρχομαι (AM)
1. μπαίνω κι εγώ κάπου
2. ορμώ, επιτίθεμαι
αρχ.
1. μπαίνω σε μια οικογένεια ως μητριά
2. μπαίνω κάπου μετά από άλλον («κατόπιν ἠμῶν ἐπεισῆλθον», Πλάτ.)
3. (για πράγμ.) εισάγομαι από το εξωτερικό («ἐπεισέρχεται ἐκ πάσης γῆς τὰ πάντα», Θουκ.)
4. (για έθιμα) εισάγομαι αργότερα
5. μπαίνω στο μυαλό κάποιου.