επηπύω

From LSJ

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source

Greek Monolingual

ἐπηπύω (Α)
1. επευφημώ, επιδοκιμάζω με κραυγές
2. αλαλάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ηπύω «καλώ, προφέρω»].