τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life
ἐπηπύω (Α)1. επευφημώ, επιδοκιμάζω με κραυγές2. αλαλάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ηπύω «καλώ, προφέρω»].