επιδοτικός

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐπιδοτικός, -ή, -όν) επίδοση
(για συνδέσμους και μόρια) αυτός που προσδίδει μεγαλύτερη έμφαση
αρχ.
1. αυτός που προσφέρει πρόθυμα σε όσους έχουν ανάγκη
2. ο πρόθυμος να υποχωρήσει.