επικατασπώ

From LSJ

Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratioBetrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort

Menander, Monostichoi, 319

Greek Monolingual

ἐπικατασπῶ, -άω (Α)
1. τραβώ, σύρω προς τα κάτω κατόπιν
2. παθ. ἐπικατασπῶμαι, -άομαι
σύρομαι μέσα κατόπιν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατασπώ «σύρω δυνατά»].