Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
ἐπικατασπῶ, -άω (Α)1. τραβώ, σύρω προς τα κάτω κατόπιν2. παθ. ἐπικατασπῶμαι, -άομαισύρομαι μέσα κατόπιν.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατασπώ «σύρω δυνατά»].