επικαταφέρω
From LSJ
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
Greek Monolingual
ἐπικαταφέρω (Α)
1. εκσφενδονίζω επί πλέον από πάνω προς τα κάτω
2. παθ. ἐπικαταφέρομαι
πέφτω πάνω σε κάποιον
3. παθ. (για τα άστρα) ακολουθώ τον ήλιο
4. παθ. καταντώ, οδηγούμαι κατ’ ανάγκην στη χρησιμοποίηση μιας εκφράσεως
5. (το ουδ. της μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ ἐπικαταφερόμενον
η επικαταφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καταφέρω «καταρρίπτω, κατεβαίνω»].