επικελεύω

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241

Greek Monolingual

ἐπικελεύω (Α)
ενθαρρύνω, παροτρύνω, προτρέπω (α. «ἐγὼ δ’ ἐπεκέλευσά σοι», Ευρ.
β. «καὶ ὁ ἐπικελεύσας τὸν μὴ διανοούμενον», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κελεύω «παρακινώ, προτρέπω»].