επικλητικός

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που γίνεται ή λέγεται για επίκληση, για έκκληση.
επίρρ...
επικλητικώς, -ά
με επίκληση, με έκκληση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίκληση. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στην εφημερίδα Νεολόγος Κωνσταντινουπόλεως].