Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επικρώζω

From LSJ

Greek Monolingual

ἐπικρώζω (Α)
1. κράζω δυνατά («φθονεραὶ γὰρ ἐπικρώζουσαι κορῶναι», Αριστοφ.)
2. φωνάζω εναντίον κάποιου.