ἐπικρώζω
From LSJ
English (LSJ)
caw or croak at, Orac. ap. Ar.Eq.1051; τισὶ ὅτι.. Them. Or.4.61d.
German (Pape)
[Seite 954] (s. κρώζω), ankrähen, von der Krähe, Ar. Equ. 1046; τινί, Themist.
French (Bailly abrégé)
croasser contre ou sur.
Étymologie: ἐπί, κρώζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικρώζω: (на кого-л.) каркать (κορῶναι ἐπικρώζουσιν Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικρώζω: κρώζω ὡς κορώνη ἐπί τινι, φθονεραὶ γὰρ ἐπικρώζουσι κορῶναι Ἀριστοφ. Ἱππ. 1051˙ τινὶ Θεμίστ. 61D.
Greek Monolingual
ἐπικρώζω (Α)
1. κράζω δυνατά («φθονεραὶ γὰρ ἐπικρώζουσαι κορῶναι», Αριστοφ.)
2. φωνάζω εναντίον κάποιου.
Greek Monotonic
ἐπικρώζω: κρώζω ή κοάζω, γκρινιάζω σε ή φωνάζω εναντίον, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
to caw or croak at, Ar.