επικτώμαι

From LSJ

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source

Greek Monolingual

ἐπικτῶμαι, -άομαι (Α)
1. αποκτώ επιπλέον («τριήρεις κέκτησθε πολλάς καὶ πάτριον ἡμῖν ἐστιν ἐπικτᾶσθαι», Ξεν.)
2. φρ. «ἀρχὴν ἐπικτῶμαι» — επεκτείνω την κυριαρχία μου.