επιμέλας

From LSJ

θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death

Source

Greek Monolingual

ἐπιμέλας, -αινα, -αν (Α) μέλας
(για καρπό) σκούρος στην επιφάνεια, μαυρειδερός.