ἐπιμέλας
From LSJ
Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
English (LSJ)
αινα, ᾰν, blackish, Thphr. HP 3.8.7, 6.5.3, etc.
German (Pape)
[Seite 960] αινα, αν, obenauf schwarz, schwärzlich, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμέλᾱς: -αινα, ἐπίμελᾰν, μέλας κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, «μαυρειδερός», Θεοφρ. Ἱστ. Φυτ. 3. 8, 7, κτλ.
Greek Monolingual
ἐπιμέλας, -αινα, -αν (Α) μέλας
(για καρπό) σκούρος στην επιφάνεια, μαυρειδερός.