επιρράσσω
From LSJ
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
Greek Monolingual
ἐπιρράσσω (Α) ράσσω
1. χτυπώ βίαια, κλείνω με ορμή («πύλας δ’, ὅπως εἰσῆλθ’, ἐπιρράξασ’ ἔσω», Σοφ.)
2. προσαρμόζω, κλείνω («κομίσαντες αὐτὸν εἰς τὸν καλούμενον θησαυρόν... κατέθεντο καὶ τὸν λίθον ἐπιρράξαντες», Πλούτ.)
3. (αμτβ.) πέφτω με ορμή («μή τι Διός κεραυνὸς ἤ τις ὀμβρία χάλαζ’ ἐπιρράξασα», Σοφ.)
4. επιτίθεμαι εναντίον κάποιου, προσβάλλω κάποιον.