επιστολικός

From LSJ

ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐπιστολικός, -ή, -όν) επιστολή
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστολή
2. ο κατάλληλος για επιστολή, χρήσιμος για αλληλογραφίαεπιστολικός χάρτης»)
3. εκείνος που έχει ύφος το οποίο ταιριάζει σε επιστολή («επιστολικό ύφος», «ἐπιστολικοὶ λόγοι», «ἐπιστολικὸς χαρακτήρ»).