επιστρόγγυλος
From LSJ
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
Greek Monolingual
ἐπιστρόγγυλος, -ον (Α) στρογγυλός
αυτός που έχει σχήμα κάπως στρογγυλό.
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
ἐπιστρόγγυλος, -ον (Α) στρογγυλός
αυτός που έχει σχήμα κάπως στρογγυλό.