επισυνάγω
From LSJ
Greek Monolingual
ἐπισυνάγω (AM)
μαζεύω, συγκεντρώνω («ἐπισυνάγων ποιήσεις τήν κιβωτόν», ΠΔ)
μσν.
1. τρυγώ
2. ανασυντάσσω («ἄπελθε, ἐπισύναξον τοὺς δυνηθέντας φεύγειν», Διγ.)
αρχ.
1. συστέλλω, πτύσσω
2. παρουσιάζω ως επί πλέον επιχείρημα
3. συμπεραίνω («συλλογιζόμενοι τὸν μεταξὺ χρόνον ἐπισυνάγουσιν ὅτι...», Πρόκλ.)
4. φέρνω μέσα μου.