ἐπισυνάγω

From LSJ

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισυνάγω Medium diacritics: ἐπισυνάγω Low diacritics: επισυνάγω Capitals: ΕΠΙΣΥΝΑΓΩ
Transliteration A: episynágō Transliteration B: episynagō Transliteration C: episynago Beta Code: e)pisuna/gw

English (LSJ)

[ᾰ],
A collect and bring to a place, Plb.1.75.2 (Pass.), 5.97.3, Wilcken Chr.11A5 (ii B.C.); gather together, LXX Ge.6.16, al., Ev.Matt.23.37, etc.:—Pass., OGI90.23 (Rosetta, ii B. C.), Placit. 3.4.1, Ph.1.338; οἱ -συνηγμένοι ἐν Ξόει Βοιωτοί Supp.Epigr.2.871 (Egypt, ii B. C.); to be combined, τὰ ἐκ τῶν πληθυντικῶν εἰς τὰ ἑνικὰ -όμενα Longin.24.1; ἐπισυναχθέντες τόκοι accumulated interest, PGrenf.2.72.8 (iii/iv A. D.), cf. PFlor.1.46.14 (ii A. D.); ἐπισυναγόμενος ἀριθμός counted up, Ptol.Tetr.43.
II bring in, in a discussion, περιττὸν-ειν καὶ ταύτας Phld.Acad.Ind.28.
2 Astrol., = ἐπισυμφέρω, Vett.Val.288.29.
III conclude, infer, συλλογιζόμενοι τὸν μεταξὺ χρόνον ἐπισυνάγουσιν ὅτι.. Procl.Hyp.5.54.

German (Pape)

[Seite 987] (s. ἄγω), danach, dazu zusammenführen, versammeln, Pol. 5, 97, 3; N.T. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

rassembler en outre.
Étymologie: ἐπί, συνάγω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισυνάγω: (ᾰ)
1 собирать (οἱ ἐπισυνηγμένοι τῶν μισθοφόρων Polyb.);
2 сгущать (ἀὴρ συναχθείς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισυνάγω: συνάγω ἐπὶ τὸ αὐτό, Πολύβ. 1. 75, 2., 5. 97, 3· ἐπισυναγαγεῖν τὰ τέκνα σου Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ΄, 37, κτλ. ― Παθ., Πλούτ. 2. 894Α ἐπισυστέλλω, «οἱ σφῆκες τὴν κοιλίαν ἐπισυνηγμένην ἄγαν ἔχουσι» Ἡσύχ. ἐν λέξει σφηκίσκος, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λέξει σφηκώδεις.

English (Strong)

from ἐπί and συνάγω; to collect upon the same place: gather (together).

English (Thayer)

future ἐπισυνάξω; 1st aorist infinitive ἐπισυνάξαι; 2nd aorist infinitive ἐπισυναγαγεῖν; passive, perfect participle ἐπισυνηγμενος; 1st aorist participle ἐπισυναχθεις; (future ἐπισυναχθήσομαι, T Tr WH); Sept several times for אָסַף, קָבַץ, קָהַל;
1. to gather together besides, to bring together to others already assembled (Polybius).
2. to gather together against (to gather together in one place (ἐπί to): T Tr WH (Aesop 142).

Greek Monolingual

ἐπισυνάγω (AM)
μαζεύω, συγκεντρώνω («ἐπισυνάγων ποιήσεις τήν κιβωτόν», ΠΔ)
μσν.
1. τρυγώ
2. ανασυντάσσω («ἄπελθε, ἐπισύναξον τοὺς δυνηθέντας φεύγειν», Διγ.)
αρχ.
1. συστέλλω, πτύσσω
2. παρουσιάζω ως επί πλέον επιχείρημα
3. συμπεραίνω («συλλογιζόμενοι τὸν μεταξὺ χρόνον ἐπισυνάγουσιν ὅτι...», Πρόκλ.)
4. φέρνω μέσα μου.

Greek Monotonic

ἐπισυνάγω: μέλ. -ξω, συγκεντρώνω και φέρνω σε ένα μέρος, συγκεντρώνω, συναθροίζω μαζί, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

fut. ξω
to collect and bring to a place, to gather together, NTest.

Chinese

原文音譯:™pisun£gw 誒披-尋-阿哥
詞類次數:動詞(7)
原文字根:在上-共同-帶領
字義溯源:聚集在一處,聚集,召聚,聚;由(ἐπί)*=在⋯上)與(συνάγω)=共同帶領)組成;其中 (συνάγω)又由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ἄγω)*=帶領)組成。參讀 (ἀθροίζω)同義字
出現次數:總共(8);太(3);可(2);路(3)
譯字彙編
1) 聚集(5) 太23:37; 太23:37; 可1:33; 路12:1; 路13:34;
2) 必聚(1) 路17:37;
3) 都招聚了來(1) 太24:31;
4) 招聚了來(1) 可13:27