επισυνίστημι
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
Greek Monolingual
ἐπισυνίστημι (Α) συνίστημι
1. ενεργώ ώστε κάτι να πήξει
2. συγκεντρώνω, μαζεύω
3. προσεταιρίζομαι κάποιον
4. εναντιώνομαι.