επιτερπής
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
Greek Monolingual
ἐπιτερπής, -ές (Α) επιτέρπομαι
1. ευχάριστος, τερπνός, που παρέχει τέρψη («ἃ καὶ λόγῳ ἀκούειν οὐκ ἐπιτερπές», Πλάτ.)
2. αυτός που η θέα του προκαλεί ευχαρίστηση («πρόσοψιν ἐπιτερπῆ», Διόδ.)
3. ο έκδοτος στις ηδονές.
επίρρ...
ἐπιτερπῶς (Α)
τερπνά, ευχάριστα.