επιτροπεία
From LSJ
ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγή → deceit of gods by humans
Greek Monolingual
η (Α ἐπιτροπεία και ἐπιτροπία) επιτροπεύω
νεοελλ.
1. η επιτροπή, τα άτομα στα οποία έχει ανατεθεί η διοίκηση, η επιμέλεια, η φροντίδα
2. (νομ.) η ανάθεση της διαχειρίσεως της περιουσίας ανίκανων προσώπων, εξαιτίας ανηλικότητας ή ασθένειας ή άλλου λόγου
αρχ.
1. επιμέλεια, φροντίδα
2. κηδεμονία ανήλικων ορφανών
3. η αρχή του ρωμαίου επίτροπου.