ἐπιτροπία
From LSJ
γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
English (LSJ)
ἡ, metaph., protection, dub. in Arist.EE1247a30.
German (Pape)
[Seite 997] ἡ, = ἐπιτροπεία, Vormundschaft, δίκην λαχεῖν ἐπιτροπίας, eine Klage gegen den Vormund erheben, Plat. Legg. XI, 928 c; Pol. 15, 31, 4; λαβεῖν τινος D. Hal. 4, 33.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτροπία: ἡ Plat., Arst. = ἐπιτροπεία.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτροπία: ἴδε ἐν λ. ἐπιτροπεία.
Greek Monolingual
ἐπιτροπία, ἡ (άλλος τ. της λ. επιτροπεία) (Α) επίτροπος
1. επιτροπεία
2. μτφ. προστασία.